κομψολεσχώ

κομψολεσχώ
κομψολεσχῶ, -έω (Μ)
μιλώ με κομψότητα, κομψολογώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κομψός + -λεσχῶ (< -λέσχης < λέσχη «συνομιλία, συζήτηση»), πρβλ. αδο-λεσχώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κομψός — ή, ό (ΑM κομψός, ή, όν) 1. αυτός που έχει καλαίσθητη εμφάνιση, λεπτότητα στο παρουσιαστικό, καλαίσθητος 2. χαριτωμένος, ευχάριστος 3. αυτός που γίνεται με κομψότητα, με χάρη (α. «κομψό ντύσιμο» β. «κομψή συμπεριφορά») αρχ. 1. ευφυής, πνευματώδης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”